χεσμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. χέζω], χεσμένος. 1. που είναι πολύ φοβισμένος: «ήρθε χεσμένος στο σπίτι, γιατί τον κυνηγούσε ο αδερφός της γκόμενάς του». 2. που είναι υπερβολικά μεθυσμένος από ποτό ή από χρήση χασισιού: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, κάθε βράδυ γυρίζει χεσμένος στο σπίτι του». Από το ότι ορισμένες φορές, το άτομο που είναι πολύ μεθυσμένο, τα κάνει επάνω του·
- είμαστε χεσμένοι, είμαστε πολύ μαλωμένοι: «αν έρθει ο τάδε μαζί σας, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί είμαστε χεσμένοι»·
- ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει, βλ. λ. ταύρος·
- έχει χεσμένη φωλιά ή έχει χεσμένη τη φωλιά του ή έχει τη φωλιά του χεσμένη ή έχει φωλιά χεσμένη, βλ. λ. φωλιά·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, βλ. λ. κώλος·
- μάζεψε τα χεσμένα του κι έφυγε, έκφραση που δίνει περισσότερη έμφαση στη φρ. μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφευγε, βλ. λ. κατουρημένος·
- πήρε τα χεσμένα του κι έφυγε, βλ. φρ. μάζεψε τα χεσμένα του κι έφυγε·
- τον έχω χεσμένο, τον περιφρονώ, τον αγνοώ, δεν τον υπολογίζω καθόλου, μου είναι τελείως αδιάφορος: «τον έχω χεσμένο, γιατί είναι εντελώς ανάξιος άνθρωπος».